- ξάγι
- τό1) решето (мера расчёта мельника с клиентами); 2) плата за помол (натурой); 3) мера веса зерновых (= 0,5 кг); 4) мера веса (=1/6 унции)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξάγι — το (ΑΜ εξάγιον, Μ και εξάγι[ν] και αξάγι[ν] και ξάγι[ν] και ξάγιο) νεοελλ. 1. κόσκινο ή άλλο δοχείο ορισμένης χωρητικότητας με το οποίο μετρείται το ποσοστό τού αλέσματος που κατακρατείται από τον μυλωνά ως δικαίωμα για την άλεση 2. η αμοιβή τού… … Dictionary of Greek
ξαγιάζω — [ξάγι] 1. (για μυλωνά) παίρνω μεγαλύτερη ποσότητα από αυτή που μού ανήκει για το άλεσμα τών δημητριακών που έκανα στον μύλο μου 2. μτφ. παίρνω κάτι με ύπουλο τρόπο, κρυφά, δόλια, κλέβω … Dictionary of Greek
εξάγιον — και εξάγι και αξάγι και ξάγι, το (AM ἐξάγιον, Μ και ἐξάγι[ν] και ἀξάγι[ν] και ξάγι[ν]) βλ. ξάγι … Dictionary of Greek